- ἁνίοχος
- ᾱνῐοχος1 chariot driver ἐν τεσσαρά-
κοντα γὰρ πετόντεσσιν ἁνιόχοις P. 5.50
met., Μελησίαν, χειρῶν τε καὶ ἰσχύος ἁνίοχον i. e. a trainer N. 6.66
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
κοντα γὰρ πετόντεσσιν ἁνιόχοις P. 5.50
met., Μελησίαν, χειρῶν τε καὶ ἰσχύος ἁνίοχον i. e. a trainer N. 6.66Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ανίοχος — ἀνίοχος, ὁ (Α) δωρ. ηνίοχος … Dictionary of Greek
ἁνίοχος — ἁ̱νίοχος , ἡνίοχος one who holds the reins masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηνίοχος — (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου ημισφαίριου, που βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς της Καμηλοπάρδαλης, του Περσέα, του Ταύρου, των Διδύμων και του Λυγκός. Κύριοι αστέρες του Η. είναι ο ε, δίδυμος αστέρας μεγέθους 3 που απέχει περίπου 3.400… … Dictionary of Greek